πρόγλωσσος

πρόγλωσσος
πρόγλωσσος, ον (Ptolem., Apotel. 3, 14, 31 Boll-B.; Ps.-Polemon Physiogn. 37 Förster et al.) pert. to ready use of the tongue, hasty of tongue, talkative (Pythag., Ep. 12, 2 of the ideal nurse, who is to set an example of composure by not being garrulous) B 19:8. As suggested by the clause that follows: παγὶς γὰρ τὸ στόμα θανάτου, perh. with implication of being gossipy.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρόγλωσσος — hasty of tongue masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόγλωσσος — ον, Α 1. φλύαρος και αστόχαστος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρό γλωσσον το οξύ άκρο τής γλώσσας, η προγλωσσίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γλωσσος (< γλῶσσα)] …   Dictionary of Greek

  • πρόγλωσσον — πρόγλωσσος hasty of tongue masc/fem acc sg πρόγλωσσος hasty of tongue neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγλωσσότεροι — πρόγλωσσος hasty of tongue masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγλώσσοις — πρόγλωσσος hasty of tongue masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προγλώσσους — πρόγλωσσος hasty of tongue masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόγλωσσοι — πρόγλωσσος hasty of tongue masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”